μπαμπέσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαμπέσα | οι | μπαμπέσες |
γενική | της | μπαμπέσας | — | |
αιτιατική | την | μπαμπέσα | τις | μπαμπέσες |
κλητική | μπαμπέσα | μπαμπέσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαμπέσα < μπαμπέσ(ης) + -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαμπέσα θηλυκό
- θηλυκό του μπαμπέσης
- ※ Από πιτσιρίκα με λέγανε μπαμπέσα / κι έλαχε σε σένα να δώσω λίγη μπέσα. (Από το τραγούδι σε στίχους και μουσική του Γιώργου Μητσάκη)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπαμπέσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαμπέσα
|