eten
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαeten (nl) (αόριστος : at (πλ: aten), παθ. μτχ. : gegeten)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαeten (pl) αρσενικό
eten (nl) (αόριστος : at (πλ: aten), παθ. μτχ. : gegeten)
eten (pl) αρσενικό