αιθένιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αιθένιο | τα | αιθένια |
γενική | του | αιθενίου & αιθένιου |
των | αιθενίων |
αιτιατική | το | αιθένιο | τα | αιθένια |
κλητική | αιθένιο | αιθένια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αιθένιο < (από τη μετάφραση-μεταγραφή της διεθνούς oνοματολογίας οργανικών ενώσεων στα ελληνικά) αιθ- + -εν- + -ιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιθένιο ουδέτερο
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αιθένιο στη Βικιπαίδεια