Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιθυλένιο τα αιθυλένια
      γενική του αιθυλενίου
αιθυλένιου
των αιθυλενίων
    αιτιατική το αιθυλένιο τα αιθυλένια
     κλητική αιθυλένιο αιθυλένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιθυλένιο < (λόγιο δάνειο) γαλλική éthylène[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιθυλένιο ουδέτερο

  • κοινά χρησιμοποιούμενη ονομασία του αιθένιου

Ταυτόσημο επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία