τροφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τροφικός | η | τροφική | το | τροφικό |
γενική | του | τροφικού | της | τροφικής | του | τροφικού |
αιτιατική | τον | τροφικό | την | τροφική | το | τροφικό |
κλητική | τροφικέ | τροφική | τροφικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τροφικοί | οι | τροφικές | τα | τροφικά |
γενική | των | τροφικών | των | τροφικών | των | τροφικών |
αιτιατική | τους | τροφικούς | τις | τροφικές | τα | τροφικά |
κλητική | τροφικοί | τροφικές | τροφικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροφικός < ελληνιστική κοινή τροφικός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική τροφή < τρέφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική alimentaire[2] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική trophique[2])
Επίθετο
επεξεργασίατροφικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τροφικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 τροφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ τροφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας