alimentaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- alimentaire < λατινική alimentarius
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li.mɑ̃.tɛʁ/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
alimentaire | alimentaires |
alimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει σχέση με τη διατροφή, επισιτιστικός
- Intoxication alimentaire. Τροφική δηλητηρίαση.
- Pâtes alimentaires. Τα ζυμαρικά.
- Produits/denrées alimentaires. Τα τρόφιμα.
- → δείτε τη λέξη agroalimentaire
- βιοποριστικός, που επιτρέπει σε κάποιον να έχει να φάει
- Travail alimentaire. Βιοποριστική δουλειά.
- επισιτιστικός
- Aide alimentaire. Επισιτιστική βοήθεια.
Εκφράσεις
επεξεργασία- pension alimentaire : επίδομα διατροφής
- provision alimentaire : χρηματική βοήθεια που προκαταβάλλεται περιμένοντας ένα επίδομα διατροφής
- régime alimentaire : δίαιτα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη aliment