agroalimentaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- agroalimentaire < agro- + alimentaire
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
agroalimentaire | agroalimentaires |
agroalimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
agroalimentaire | agroalimentaires |
agroalimentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό