Ετυμολογία

επεξεργασία
aliment < λατινική alimentum
Η λέξη μαρτυρείται από το 1120.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aliment aliments

aliment (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία