Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
aliment
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
2
Ρουμανικά
(ro)
2.1
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
aliment
<
λατινική
alimentum
Η λέξη μαρτυρείται από το 1120.
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
aliment
aliments
aliment
(fr)
αρσενικό
η
τροφή
, το
τρόφιμο
Συγγενικά
επεξεργασία
alimentaire
alimentation
alimenter
,
s'alimenter
Ρουμανικά
(ro)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
aliment
(ro)
φαγητό
τρόφιμο