• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θρέψη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
θρέψη < (ελληνιστική κοινή) θρέψις < αρχαία ελληνική τρέφω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθɾe.psi/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρέψη θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του τρέφω ή του διατρέφω, το θρέψιμο
  2. η διαδικασία αφομοίωσης της τροφής και πρόσληψης των θρεπτικών συστατικών και ουσιών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη τρέφω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    θρέψη
  • αγγλικά : nourishment (en), nutrition (en), alimentation (en)
  • γερμανικά : Ernährung (de)
  • ισπανικά : 1. alimentación (es), nutrición (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θρέψη&oldid=5477677"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 13:58

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 13:58.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας