• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

θρέψη

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θρέψη < ελληνιστική κοινή θρέψις < αρχαία ελληνική τρέφω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθɾe.psi/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θρέψη θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του τρέφω ή του διατρέφω, το θρέψιμο
  2. η διαδικασία αφομοίωσης της τροφής και πρόσληψης των θρεπτικών συστατικών και ουσιών

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη τρέφω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    θρέψη
  • αγγλικά : nourishment (en), nutrition (en), alimentation (en)
  • γερμανικά : Ernährung (de)
  • ισπανικά : 1. alimentación (es), nutrición (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θρέψη&oldid=4997828"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Φεβρουαρίου 2021, στις 20:11

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Φεβρουαρίου 2021, στις 20:11.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie