θρέψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θρέψη < (ελληνιστική κοινή) θρέψις < αρχαία ελληνική τρέφω
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θρέψη θηλυκό
- το αποτέλεσμα του τρέφω ή του διατρέφω, το θρέψιμο
- η διαδικασία αφομοίωσης της τροφής και πρόσληψης των θρεπτικών συστατικών και ουσιών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θρέψη