• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θρέψιμο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θρέψιμο τα θρεψίματα
      γενική του θρεψίματος των θρεψιμάτων
    αιτιατική το θρέψιμο τα θρεψίματα
     κλητική θρέψιμο θρεψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θρέψιμο < θρέφω + -ιμο

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθɾe.psi.mo/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρέψιμο ουδέτερο

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θρέφω / τρέφω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη τρέφω

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • θρέμμα
  • θρέψη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    θρέψιμο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θρέψιμο&oldid=7113883"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:46

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:46.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας