θρέψιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈθɾe.psi.mo/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θρέψιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θρέφω / τρέφω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τρέφω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θρέψιμο
|