θρέψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θρέψῐς | αἱ | θρέψεις | ||||
γενική | τῆς | θρέψεως | τῶν | θρέψεων | ||||
δοτική | τῇ | θρέψει | ταῖς | θρέψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | θρέψῐν | τὰς | θρέψεις | ||||
κλητική ὦ! | θρέψῐ | θρέψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρέψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θρεψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρέψις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρέψις θηλυκό
- η θρέψη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τρέφω
Πηγές
επεξεργασία- θρέψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.