ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρέψῐς αἱ θρέψεις
      γενική τῆς θρέψεως τῶν θρέψεων
      δοτική τῇ θρέψει ταῖς θρέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θρέψῐν τὰς θρέψεις
     κλητική ! θρέψῐ θρέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρέψει
γεν-δοτ τοῖν  θρεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρέψις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρέψις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία