↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερτροφικός η υπερτροφική το υπερτροφικό
      γενική του υπερτροφικού της υπερτροφικής του υπερτροφικού
    αιτιατική τον υπερτροφικό την υπερτροφική το υπερτροφικό
     κλητική υπερτροφικέ υπερτροφική υπερτροφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερτροφικοί οι υπερτροφικές τα υπερτροφικά
      γενική των υπερτροφικών των υπερτροφικών των υπερτροφικών
    αιτιατική τους υπερτροφικούς τις υπερτροφικές τα υπερτροφικά
     κλητική υπερτροφικοί υπερτροφικές υπερτροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερτροφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypertrophique < αρχαία ελληνική ὑπέρ + τροφή < τρέφω

  Επίθετο

επεξεργασία

υπερτροφικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) που παρουσιάζει υπερτροφία
  2. (μεταφορικά) που είναι υπερβολικά ανεπτυγμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία