υπερτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερτροφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypertrophie < αρχαία ελληνική ὑπέρ + τροφή < τρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερτροφία θηλυκό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- υπερτροφικά
- υπερτροφικός
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερτροφία