Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερτροφία οι υπερτροφίες
      γενική της υπερτροφίας των υπερτροφιών
    αιτιατική την υπερτροφία τις υπερτροφίες
     κλητική υπερτροφία υπερτροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερτροφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypertrophie < αρχαία ελληνική ὑπέρ + τροφή < τρέφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερτροφία θηλυκό

  1. (ιατρική) η ανάπτυξη ενός σωματικού οργάνου σε μεγαλύτερο απ’ τον κανονικό βαθμό
  2. υπερσιτισμός

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία