ατροφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαατροφικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την ατροφία, αναφέρεται σ' αυτή ή πάσχει απ' αυτή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ατροφικότητα
- → δείτε τη λέξη τρέφω