θροφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θροφή | οι | θροφές |
γενική | της | θροφής | των | θροφών |
αιτιατική | τη | θροφή | τις | θροφές |
κλητική | θροφή | θροφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θροφή < τροφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
θροφή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τροφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
θροφή
|