αἰτία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἰτίᾱ | αἱ | αἰτίαι |
γενική | τῆς | αἰτίᾱς | τῶν | αἰτιῶν |
δοτική | τῇ | αἰτίᾳ | ταῖς | αἰτίαις |
αιτιατική | τὴν | αἰτίᾱν | τὰς | αἰτίᾱς |
κλητική ὦ! | αἰτίᾱ | αἰτίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰτίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰτίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἰτία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἰτία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἰτία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- αἰτία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰτία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.