αἰτιολογέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααἰτιολογέω - αἰτιολογῶ (συνηρημένο)
- αναζητώ τα αίτια ή αναφέρομαι σε αυτά (ελληνιστική λέξη)
Πηγές
επεξεργασίααἰτιολογέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.