Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αθωώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθωώνω
  2. θα αθωώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθωώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αθωώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αθώωση