Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προγραμματισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προγραμματισμέν
ος
η
προγραμματισμέν
η
το
προγραμματισμέν
ο
γενική
του
προγραμματισμέν
ου
της
προγραμματισμέν
ης
του
προγραμματισμέν
ου
αιτιατική
τον
προγραμματισμέν
ο
την
προγραμματισμέν
η
το
προγραμματισμέν
ο
κλητική
προγραμματισμέν
ε
προγραμματισμέν
η
προγραμματισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προγραμματισμέν
οι
οι
προγραμματισμέν
ες
τα
προγραμματισμέν
α
γενική
των
προγραμματισμέν
ων
των
προγραμματισμέν
ων
των
προγραμματισμέν
ων
αιτιατική
τους
προγραμματισμέν
ους
τις
προγραμματισμέν
ες
τα
προγραμματισμέν
α
κλητική
προγραμματισμέν
οι
προγραμματισμέν
ες
προγραμματισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προγραμματισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προγραμματίζω
Μετοχή
επεξεργασία
προγραμματισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
προγραμματίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προγραμματισμένος
γαλλικά
:
programmé
(fr)