προγραμματισμένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προγραμματισμένα < προγραμματισμένος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαπρογραμματισμένα
- έχοντας προγραμματίσει, με προγραμματισμό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προγραμματίζω, προ και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προγραμματισμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προγραμματισμένος