↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρονοπρογραμματισμός οι χρονοπρογραμματισμοί
      γενική του χρονοπρογραμματισμού των χρονοπρογραμματισμών
    αιτιατική τον χρονοπρογραμματισμό τους χρονοπρογραμματισμούς
     κλητική χρονοπρογραμματισμέ χρονοπρογραμματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρονοπρογραμματισμός < χρόνος + -ο- + προγραμματισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scheduling)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρονοπρογραμματισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία