Ετυμολογία

επεξεργασία
ταυτοποιώ < ταυτο- + -ποιώ

ταυτοποιώ (παθητική φωνή: ταυτοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία