first name
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
first name | first names |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαfirst name (en)
- το μικρό όνομα, το βαφτιστικό όνομα
- ⮡ I am calling him by his first name.
- I am speaking to him on a first-name basis. (αμερικανικά αγγλικά)
- I am speaking to him on first-name terms. (βρετανικά αγγλικά)
- Μιλάω σε αυτόν με το μικρό του όνομα.
- ≈ συνώνυμα: Christian name και given name