ενικός         πληθυντικός  
last name last names

  Ετυμολογία

επεξεργασία
last name < → δείτε τις λέξεις last και name

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

last name (en)

  • το επώνυμο, το επίθετο, το οικογενειακό όνομα
    ⮡  The woman changes/keeps her father’s last name after marriage.
    Η γυναίκα αλλάζει/διατηρεί μετά το γάμο το όνομά του πατέρα της.
    ⮡  I have seen him a few times but I don’t even know his first name or last (name).
    Τον έχω δει μερικές φορές αλλά δεν ξέρω ούτε το όνομά του ούτε το επίθετο.
    ⮡  I am giving my last name to my wife.
    Δίνω το όνομά μου στη γυναίκα μου.
     συνώνυμα:  family name και surname

Δείτε επίσης

επεξεργασία