nominate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | nominate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | nominates |
αόριστος | nominated |
παθητική μετοχή | nominated |
ενεργητική μετοχή | nominating |
Ρήμα
επεξεργασίαnominate (en)
- διορίζω, επιλέγω κάποιον να κάνει μια ορισμένη δουλειά
Πηγές
επεξεργασία- nominate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240. ISBN 9780194325684., λήμμα: διορίζω