ενεστώτας nominate
γ΄ ενικό ενεστώτα nominates
αόριστος nominated
παθητική μετοχή nominated
ενεργητική μετοχή nominating

nominate (en)

  • διορίζω, επιλέγω κάποιον να κάνει μια ορισμένη δουλειά
    ⮡  The President nominated him Secretary of State.
    Ο Πρόεδρος τον διόρισε Υπουργό Εξωτερικών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appoint