νεοδιόριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανεοδιόριστος -η -ο
- που έχει διοριστεί πρόσφατα, συνήθως σε δημόσια θέση ή στο δημόσιο τομέα
- ⮡ οι νεοδιόριστοι υπάλληλοι
- (ουσιαστικοποιημένο) ο νεοδιόριστος: ο πρόσφατα διορισμένος
- ⮡ μισθολογική κατάσταση των νεοδιορίστων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεοδιόριστος
|