↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοδιορισμένος η νεοδιορισμένη το νεοδιορισμένο
      γενική του νεοδιορισμένου της νεοδιορισμένης του νεοδιορισμένου
    αιτιατική τον νεοδιορισμένο τη νεοδιορισμένη το νεοδιορισμένο
     κλητική νεοδιορισμένε νεοδιορισμένη νεοδιορισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοδιορισμένοι οι νεοδιορισμένες τα νεοδιορισμένα
      γενική των νεοδιορισμένων των νεοδιορισμένων των νεοδιορισμένων
    αιτιατική τους νεοδιορισμένους τις νεοδιορισμένες τα νεοδιορισμένα
     κλητική νεοδιορισμένοι νεοδιορισμένες νεοδιορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοδιορισμένος < νεο- + διορισμένος

νεοδιορισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία