Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοδιορισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτοδιορισμέν
ος
η
αυτοδιορισμέν
η
το
αυτοδιορισμέν
ο
γενική
του
αυτοδιορισμέν
ου
της
αυτοδιορισμέν
ης
του
αυτοδιορισμέν
ου
αιτιατική
τον
αυτοδιορισμέν
ο
την
αυτοδιορισμέν
η
το
αυτοδιορισμέν
ο
κλητική
αυτοδιορισμέν
ε
αυτοδιορισμέν
η
αυτοδιορισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτοδιορισμέν
οι
οι
αυτοδιορισμέν
ες
τα
αυτοδιορισμέν
α
γενική
των
αυτοδιορισμέν
ων
των
αυτοδιορισμέν
ων
των
αυτοδιορισμέν
ων
αιτιατική
τους
αυτοδιορισμέν
ους
τις
αυτοδιορισμέν
ες
τα
αυτοδιορισμέν
α
κλητική
αυτοδιορισμέν
οι
αυτοδιορισμέν
ες
αυτοδιορισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυτοδιορισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αυτοδιορίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοδιορισμένος
αγγλικά
:
self-appointed
(en)