Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διοριστήριο τα διοριστήρια
      γενική του διοριστήριου των διοριστήριων
    αιτιατική το διοριστήριο τα διοριστήρια
     κλητική διοριστήριο διοριστήρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διοριστήριο < ουδέτερο του διοριστήριος < διορίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διοριστήριο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία