διοριστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διοριστήριο < ουδέτερο του διοριστήριος < διορίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διοριστήριο ουδέτερο
- έγγραφο με το οποίο τελείται επισήμως ο διορισμός
- Ο νεοπροσληφθείς εκπαιδευτικός θα πρέπει να πάρει το διοριστήριο από τη στιγμή που θα αναλάβει καθήκοντα στο σχολείο. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διοριστήριο
|