προκαθορισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκαθορισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προκαθορίζω
Μετοχή επεξεργασία
προκαθορισμένος, -η, -ο
- που έχει προκαθοριστεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκαθορισμένος