αυτοκαθοριστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοκαθοριστικός < αυτοκαθορίζω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
αυτοκαθοριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυτοκαθορισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αυτοκαθορίζω, αυτός και καθορίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοκαθοριστικός