Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκαθοριστικός η αυτοκαθοριστική το αυτοκαθοριστικό
      γενική του αυτοκαθοριστικού της αυτοκαθοριστικής του αυτοκαθοριστικού
    αιτιατική τον αυτοκαθοριστικό την αυτοκαθοριστική το αυτοκαθοριστικό
     κλητική αυτοκαθοριστικέ αυτοκαθοριστική αυτοκαθοριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκαθοριστικοί οι αυτοκαθοριστικές τα αυτοκαθοριστικά
      γενική των αυτοκαθοριστικών των αυτοκαθοριστικών των αυτοκαθοριστικών
    αιτιατική τους αυτοκαθοριστικούς τις αυτοκαθοριστικές τα αυτοκαθοριστικά
     κλητική αυτοκαθοριστικοί αυτοκαθοριστικές αυτοκαθοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκαθοριστικός < αυτοκαθορίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοκαθοριστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία