Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας reorganize
γ΄ ενικό ενεστώτα reorganizes
αόριστος reorganized
παθητική μετοχή reorganized
ενεργητική μετοχή reorganizing

  Ετυμολογία επεξεργασία

reorganize < re- + organize

  Ρήμα επεξεργασία

reorganize (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ανασυντάσσω, αλλάζω τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται ή γίνεται κάτι
    Public services must be reorganized.
    Οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει ν' ανασυνταχτούν.

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία