reorganise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reorganise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reorganises |
αόριστος | reorganised |
παθητική μετοχή | reorganised |
ενεργητική μετοχή | reorganising |
Ρήμα
επεξεργασίαreorganise (en)
ενεστώτας | reorganise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reorganises |
αόριστος | reorganised |
παθητική μετοχή | reorganised |
ενεργητική μετοχή | reorganising |
reorganise (en)