Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διοργανωτικά < διοργανωτικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

διοργανωτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διοργανωτικά