↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναδιοργανωμένος η αναδιοργανωμένη το αναδιοργανωμένο
      γενική του αναδιοργανωμένου της αναδιοργανωμένης του αναδιοργανωμένου
    αιτιατική τον αναδιοργανωμένο την αναδιοργανωμένη το αναδιοργανωμένο
     κλητική αναδιοργανωμένε αναδιοργανωμένη αναδιοργανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναδιοργανωμένοι οι αναδιοργανωμένες τα αναδιοργανωμένα
      γενική των αναδιοργανωμένων των αναδιοργανωμένων των αναδιοργανωμένων
    αιτιατική τους αναδιοργανωμένους τις αναδιοργανωμένες τα αναδιοργανωμένα
     κλητική αναδιοργανωμένοι αναδιοργανωμένες αναδιοργανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναδιοργανωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναδιοργανώνω

αναδιοργανωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία