Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοργανωτικός η ανοργανωτική το ανοργανωτικό
      γενική του ανοργανωτικού της ανοργανωτικής του ανοργανωτικού
    αιτιατική τον ανοργανωτικό την ανοργανωτική το ανοργανωτικό
     κλητική ανοργανωτικέ ανοργανωτική ανοργανωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοργανωτικοί οι ανοργανωτικές τα ανοργανωτικά
      γενική των ανοργανωτικών των ανοργανωτικών των ανοργανωτικών
    αιτιατική τους ανοργανωτικούς τις ανοργανωτικές τα ανοργανωτικά
     κλητική ανοργανωτικοί ανοργανωτικές ανοργανωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοργανωτικός < αν- (στερητικό α-) + οργανωτικός

  Επίθετο επεξεργασία

ανοργανωτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία