Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οργανίστας οι οργανίστες
      γενική του οργανίστα των οργανιστών
    αιτιατική τον οργανίστα τους οργανίστες
     κλητική οργανίστα οργανίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οργανίστας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οργανίστας αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο μουσικός που ειδικεύεται στην εκτέλεση μουσικών κομματιών στο εκκλησιαστικό όργανο

  Μεταφράσεις επεξεργασία