οργανοληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργανοληπτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαοργανοληπτικός
- που μπορεί να γίνει αντιληπτός από αισθητήρια όργανα
Μεταφράσεις
επεξεργασία οργανοληπτικός
οργανοληπτικός