οργανοταξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργανοταξία θηλυκό
- η κατάταξη και ταξινόμηση ενόργανων όντων βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργανοταξία
|
οργανοταξία θηλυκό
|