οργανογόνος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πίνακας κλίσης υπό κατασκευή
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οργανογόνος < γαλλική organogene / οργαν(ικός) + -ο- + -γόνος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
οργανογόνος αρσενικό
- (παρωχημένο) λέξη που αφορούσε το οξυγόνο, το υδρογόνο, το άζωτο και τον άνθρακα που βρίσκονται στις οργανικές ενώσεις[1]
ΑναφορέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οργανογόνος