οργανογένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργανογένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organogeny + -εια < αρχαία ελληνική ὄργανον + γένεσις < γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοργανογένεια θηλυκό
- (βιολογία) άλλη μορφή του οργανογένεση
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- οργανογένεια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οργανογένεια
|