οργανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οργανάκι | τα | οργανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | οργανάκι | τα | οργανάκια |
κλητική | οργανάκι | οργανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οργανάκι < όργαν(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾ.ɣaˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐γα‐νά‐κι