instrumento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- instrumento < instrument- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instrumento | instrumentoj |
αιτιατική | instrumenton | instrumentojn |
instrumento (eo)
- το όργανο
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
instrumento | instrumentos |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinstrumento (es) αρσενικό