↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανογενής η οργανογενής το οργανογενές
      γενική του οργανογενούς* της οργανογενούς του οργανογενούς
    αιτιατική τον οργανογενή την οργανογενή το οργανογενές
     κλητική οργανογενή(ς) οργανογενής οργανογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανογενείς οι οργανογενείς τα οργανογενή
      γενική των οργανογενών των οργανογενών των οργανογενών
    αιτιατική τους οργανογενείς τις οργανογενείς τα οργανογενή
     κλητική οργανογενείς οργανογενείς οργανογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οργανογενής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organogenic < αρχαία ελληνική ὄργανον + γένεσις < γίγνομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

οργανογενής

  1. (βιολογία) άλλη μορφή του οργανογενετικός
  2. (γεωλογία) (για πέτρωμα) που (κάποτε) σχηματίστηκε από ζωντανό οργανισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία