οργανογενετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργανογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organogenetic < αρχαία ελληνική ὄργανον + γένεσις < γίγνομαι
Επίθετο
επεξεργασίαοργανογενετικός
- (βιολογία) που έχει σχέση με την οργανογένεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία οργανογενετικός