Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οργανοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οργανοποιεί
ο
τα
οργανοποιεί
α
γενική
του
οργανοποιεί
ου
των
οργανοποιεί
ων
αιτιατική
το
οργανοποιεί
ο
τα
οργανοποιεί
α
κλητική
οργανοποιεί
ο
οργανοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οργανοποιείο
<
όργαν(ο)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οργανοποιείο
ουδέτερο
εργαστήριο
παραγωγής
μουσικών
οργάνων
Συνώνυμα
επεξεργασία
οργανοποιία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οργανοποιείο