πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμπυλοειδής η καμπυλοειδής το καμπυλοειδές
      γενική του καμπυλοειδούς* της καμπυλοειδούς του καμπυλοειδούς
    αιτιατική τον καμπυλοειδή την καμπυλοειδή το καμπυλοειδές
     κλητική καμπυλοειδή(ς) καμπυλοειδής καμπυλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμπυλοειδείς οι καμπυλοειδείς τα καμπυλοειδή
      γενική των καμπυλοειδών των καμπυλοειδών των καμπυλοειδών
    αιτιατική τους καμπυλοειδείς τις καμπυλοειδείς τα καμπυλοειδή
     κλητική καμπυλοειδείς καμπυλοειδείς καμπυλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

καμπυλοειδής

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία