καμπυλόγραμμο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καμπυλόγραμμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καμπυλόγραμμος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καμπυλόγραμμο ουδέτερο
- (γεωμετρία) καμπυλόγραμμο σχήμα
- όργανο με τη βοήθεια του οποίου σχεδιάζουμε καμπύλες
- Άλλες μορφές: καμπυλογράφος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καμπυλόγραμμο