• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καμπυλόγραμμο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμπυλόγραμμο τα καμπυλόγραμμα
      γενική του καμπυλόγραμμου των καμπυλόγραμμων
    αιτιατική το καμπυλόγραμμο τα καμπυλόγραμμα
     κλητική καμπυλόγραμμο καμπυλόγραμμα
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καμπυλόγραμμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καμπυλόγραμμος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καμπυλόγραμμο ουδέτερο

  1. (γεωμετρία) καμπυλόγραμμο σχήμα
  2. όργανο με τη βοήθεια του οποίου σχεδιάζουμε καμπύλες
    Άλλες μορφές: καμπυλογράφος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις καμπύλος και γράφω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καμπυλόγραμμο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καμπυλόγραμμο&oldid=4865839"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 16:36

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 16:36.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie