↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμπυλόγραμμος η καμπυλόγραμμη το καμπυλόγραμμο
      γενική του καμπυλόγραμμου της καμπυλόγραμμης του καμπυλόγραμμου
    αιτιατική τον καμπυλόγραμμο την καμπυλόγραμμη το καμπυλόγραμμο
     κλητική καμπυλόγραμμε καμπυλόγραμμη καμπυλόγραμμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμπυλόγραμμοι οι καμπυλόγραμμες τα καμπυλόγραμμα
      γενική των καμπυλόγραμμων των καμπυλόγραμμων των καμπυλόγραμμων
    αιτιατική τους καμπυλόγραμμους τις καμπυλόγραμμες τα καμπυλόγραμμα
     κλητική καμπυλόγραμμοι καμπυλόγραμμες καμπυλόγραμμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμπυλόγραμμος < καμπύλ(ος) + -ό- + -γραμμος

  Επίθετο

επεξεργασία

καμπυλόγραμμος

  1. (γεωμετρία) που έχει ή σχηματίζει καμπύλες γραμμές
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καμπυλόγραμμο:
    1. (γεωμετρία) καμπυλόγραμμο σχήμα
    2. όργανο με τη βοήθεια του οποίου σχεδιάζουμε καμπύλες
      μορφές: καμπυλογράφος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία