Ετυμολογία

επεξεργασία
pistolet < γερμανική Pistole

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pis.tɔ.lɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pistolet pistolets

pistolet (fr) αρσενικό